πιδέξιος

πιδέξιος
-ια, -ιο και πιδέξος, -α, -ο, Ν
επιδέξιος, ικανός, άξιος.
επίρρ...
πιδέξια και πηδέξα
1. επιδέξια
2. κατάλληλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιδέξιος με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιδέξιος — α ο ο επιδέξιος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • πιδεξιωσύνη — η, Ν 1. επιδεξιότητα 2. στον πληθ. οι πιδεξιωσύνες επιδέξιες πράξεις, τεχνάσματα, τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιδέξιος + κατάλ. σύνη (πρβλ. καλο σύνη)] …   Dictionary of Greek

  • πιδεξιότη — και πιδεξότη και πιδεξιότητα, η Ν [πιδέξιος] επιδεξιότητα, ικανότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”